αγγελοβάρεμα
Смотреть что такое "αγγελοβάρεμα" в других словарях:
αγγελοβάρεμα — το ξαφνικός θάνατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγγελοβάρεμα — το ξαφνικός θάνατος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)